- παῖε
- παίω 1strikepres imperat act 2nd sgπαίω 1strikeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)παίω 2strikepres imperat act 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παῖ' — παῖε , παίω 1 strike pres imperat act 2nd sg παῖε , παίω 1 strike imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) παῖε , παίω 2 strike pres imperat act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARA dicendi ritus (de) — de ARA dicendi ritus meworatur Tertulliano de Pallio c. 5. Tamen propemodum mihi quoque licebit in publicum prodesse, soleo de qualibet margine (i. e. suggestu lapideô vel terreô, ad fines constitutô) vel Arâ medicinas moribus dicere, etc. i. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
επανατείνω — ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω] μσν. μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία) αρχ. 1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.) 2. μτφ. παρέχω… … Dictionary of Greek
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek
τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… … Dictionary of Greek
Πάλεχ — Πόλη της Ρωσίας. Είναι χτισμένη ΝΑ της διοικητικής περιφέρειας Ιβάνοβο. Η πόλη αυτή είναι γνωστή περισσότερο ως κέντρο εικονογραφίας. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση ιδρύθηκαν εκεί εργαστήρια διακόσμησης και ζωγραφικής. Σήμερα είναι περίφημες οι… … Dictionary of Greek